κοντραμπαντιέρης
Смотреть что такое "κοντραμπαντιέρης" в других словарях:
κοντραμπαντιέρης — ο αυτός που διενεργεί κοντραμπάντο, δηλ. λαθρεμπόριο, λαθρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrabbandiere] … Dictionary of Greek
κοντραμπαντιέρης — ο αυτός που διενεργεί κοντραμπάντο, δηλ. λαθρεμπόριο, λαθρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrabbandiere] … Dictionary of Greek